- Πετρώνιον
- Πετρώνιοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πετρώνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρώνιον — τὸ, Α το φυτό βήχιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τη λ. πέτρα, όπως και άλλες ονομ. φυτών (πρβλ. πετραία, πετραίον, πετρίς) λόγω τού ότι τα φυτά αυτά φυτρώνουν σε μέρη βραχώδη] … Dictionary of Greek
πετρωνίου — πετρώνιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρωνίῳ — πετρώνιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek